Φτελιά

Βρίσκεται σε υψ. 1000μ. πλησίον του Δ.Δ. Αλεστίων, περιβάλλεται από πανύψηλες βουνοκορφές με υπέροχα και πυκνά δάση ελάτης, κέδρου, βελανιδιάς και φτελιάς, με τον ποταμό Τρικεριώτη να χύνεται στη λίμνη των Κρεμαστών , αποτελεί σπάνιας φυσικής ομορφιάς ορεινό τοπίο.

Στη Φτελιά μπορούμε να πάμε εκτός από Προυσό, Αγ. Βλαχέρνα, Αγαλιανό και από Χούνη Αιτωλοακαρνανίας, μια καταπληκτική διαδρομή με θέα τις ελατόφυτες βουνοκορφές να αντικατοπτρίζονται στα νερά τις λίμνης των Κρεμαστών.


Τετάρτη 16 Φεβρουαρίου 2011

Μεταξούλας Μανικάρου: Το περιοδικό "Αιτωλικά Γράμματα" και ο Μάρκος Γκιόλιας

Μεταξούλας Μανικάρου*:

Το περιοδικό "Αιτωλικά Γράμματα" και ο εκδότης τους Μάρκος Γκιόλιας

Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί εισήγηση της κ. Μεταξούλας Μανικάρου στην Ημερίδα που διοργάνωσε Η «Πανευρυτανική Ένωση» στην Αθήνα (Παλαιά Βουλή), το Φεβρουάριο 2009, με θέμα: «Πνευματικές προσεγγίσεις: Η περίπτωση Μάρκου Γκιόλια», τα Πρακτικά της οποίας εκδόθηκαν από τη διοργανώτρια εταιρεία το 2009. Για το περιοδικό «Αιτωλικά Γράμματα» βλ. Μεταξούλα Μανικάρου, «Τα λογοτεχνικά περιοδικά της Ρούμελης (1950-1967) και η συμβολή τους στην πνευματική ζωή της περιοχής». Διδακτορική διατριβή, Ιωάννινα 2008.

Γέννημα της ευρυτανικής Βελαώρας είναι ο Μάρκος Γκιόλιας. Στον εμφύλιο πόλεμο, μαθητής του Δημοτικού, εγκαθίσταται μονίμως με την οικογένειά του στο Αγρίνιο. Από νεαρή ηλικία είναι άτομο ιδιαίτερα ανήσυχο. Ως μαθητής στη δευτέρα τάξη του Γυμνασίου Αγρινίου στέλνει πρωτόλεια κείμενά του στο περιοδικό «Ελληνική Δημιουργία» του ακαδημαϊκού Σπύρου Μελά. Σε ένα από τα τεύχη του το περιοδικό γράφει για το νεαρό μαθητή Μάρκο Γκιόλια: «Όταν τα νιάτα κλείνουν τέτοιους θησαυρούς στα στήθη τους, η Ελλάδα δεν έχει να φοβηθεί τίποτα - έξω από το Θεό. Το αφήγημά σας έχει τη χάρη του αληθινού, του ζωντανού. Αλλά παρουσιάζει ατέλειες. Στείλτε μας τίποτε άλλο»[1].

Ως φοιτητής πρωτοστατεί το 1959 με διακεκριμένα ονόματα της πόλης του Αγρινίου στην ίδρυση του Φιλολογικού Ομίλου «Κώστας Χατζόπουλος», του οποίου είναι και ο πρώτος Γραμματέας. Ο Όμιλος υπάρχει μέχρι σήμερα. Ο Μάρκος Γκιόλιας τιμά με τη γραφίδα του την πόλη. Αλλά τιμάται και ο ίδιος απ’ αυτή. Ενδεικτικά για τους δεσμούς του με την πόλη είναι και τα μελετήματά του: «Οι Αγραίοι της αρχαίας Αιτωλίας και ο Στράβων»· «Οι απαρχές της τυπογραφίας και δημοσιογραφίας στο Αγρίνιο»· «Η γέννηση του Νεοελληνικού Θεάτρου στο Αγρίνιο» κ.ά. Απόρροια των πνευματικών του ενδιαφερόντων είναι και η έκδοση το 1960 του περιοδικού «Αιτωλικά Γράμματα». Ιστορικά είναι το πρώτο πνευματικό περιοδικό που εκδίδεται στην πόλη του Αγρινίου.

Τα «Αιτωλικά Γράμματα» έχουν διάρκεια ζωής από τον Ιούλιο-Αύγουστο του 1960 μέχρι τον Ιούλιο-Οκτώβριο του 1961 και αριθμούν συνολικά 8 τεύχη (4 μονά και 2 διπλά). Βασικός μοχλός, ηγέτης και ψυχή της όλης προσπάθειας, εκδότης και υπεύθυνος, ο νεαρός τότε Μάρκος Γκιόλιας.

Το Αγρίνιο, στα τέλη της δεκαετίας του ’50 και στις αρχές της δεκαετίας του ’60, παρά τα σημαντικά βήματα ανάπτυξης που σημειώνονται στον εμπορικό και οικονομικό τομέα ώστε η πόλη να αποτελεί το κέντρο της Δυτικής Στερεάς Ελλάδος, βρίσκεται σε «πνευματικό ύπνο». Η πόλη αυτή, όπως εξάλλου και κάθε επαρχιακή πόλη, μαραζωμένη στο τέλμα της πνευματικής υποβάθμισης μιας εποχής απρόσφορης σε εκπολιτιστικές προσπάθειες και περιβεβλημένη μ’ ένα ασφυκτικό κέλυφος πνευματικής καθυστέρησης, όχι μόνο δεν συνηγορεί σε τέτοιες πρωτοβουλίες, αλλά και τις πολεμά ποικιλοτρόπως. Από την άλλη τα έξοδα για την έκδοση ενός περιοδικού, οι δυσκολίες εξασφάλισης των εσόδων, τα ανακύπτοντα οικονομικά προβλήματα, η αδιάκοπη αναζήτηση αξιόλογης λογοτεχνικής ύλης, όλα ετούτα στέκονται ισχυρά προσκόμματα. Κάποτε δυσκολίες ανυπέρβλητες. Συνεπώς η έκδοση των «Αιτωλικών Γραμμάτων» στο Αγρίνιο το 1960 στάθηκε κατά κάποιο τρόπο μια αληθινή επανάσταση, που μόνο ένας μαχητής θα μπορούσε να αποτολμήσει.

Η έκδοση των «Αιτωλικών Γραμμάτων» συνδέεται στενά με τη δημιουργία του Φιλολογικού Ομίλου Αγρινίου «Κώστας Χατζόπουλος». Η πρωτοβουλία και η ευθύνη για την ίδρυσή του, το καλοκαίρι του 1959, ανήκει στους Μάρκο Γκιόλια και Γρηγόρη Μπακόλα[2]. Το γεγονός αυτό σηματοδοτεί πρωτοπόρες εξελίξεις στην πόλη και την κοινωνία του Αγρινίου και χαιρετίζεται ενθουσιωδώς.

Η σκέψη για την έκδοση ενός περιοδικού γεννιέται μέσα στην πνευματική ζύμωση και τις πολιτιστικές δραστηριότητες του Ομίλου «Κώστας Χατζόπουλος». Μέσα στο περιβάλλον του ο Μ. Γκιόλιας, ως Γραμματέας, σχηματίζει τον πρώτο πυρήνα στήριξης για την έκδοση περιοδικού. Μια πρώτη ομάδα συγκροτεί στο Αγρίνιο από αρκετούς Αγρινιώτες. Ανάμεσά τους είναι ο Θανάσης Κιτσάκης, ο Γιάννης Βλασσόπουλος, ο Θάνος Θεοδωρόπουλος, η Χριστίνα Θεοδωροπούλου, η Ισμήνη Μπαμπάτσικου, η Σοφία Κοτζαμάνη, ο Νώντας Μπαρχαμπάς, ο Κώστας Σαράτσης, οι περισσότεροι από τους οποίους είναι τότε φοιτητές. Μια δεύτερη ομάδα συγκροτεί στο Μεσολόγγι με τον Γεράσιμο Κασόλα και τον Κ. Σ. Κώνστα στη Γουριά. Στην Άμφισσα κύριος εκφραστής της ομάδας αυτής είναι ο Γεώργιος Κ. Γάτος. Μια ακόμη ομάδα δημιουργεί στην Πάτρα με τον Δήμο Κοσμά, τον Ασημάκη Φωτήλα και άλλους.

Ο Μάρκος Γκιόλιας είναι ο μοναδικός στυλοβάτης και εμψυχωτής του περιοδικού «Αιτωλικά Γράμματα». Ο ίδιος επωμίζεται όλο το βάρος που επεκτείνεται σε τομείς όπως η επιλογή, η ταξινόμηση και το «στήσιμο» της ύλης, η οικονομική στήριξη, καθώς και η εξασφάλιση συνεργασιών διακεκριμένων ανθρώπων των Γραμμάτων, κατόπιν προσωπικών συναντήσεων και επαφών, που αναπτύσσει με αυτούς. Παράλληλα, εμπλουτίζει τις σελίδες των «Αιτωλικών Γραμμάτων» με δικές του μελέτες, με κριτικές σε βιβλία που κυκλοφορούσαν, και -κατά την μαρτυρία του- με σχόλια, που παρατίθενται ανυπόγραφα στη στήλη «Από Δίμηνο σε Δίμηνο», καθώς με τα κύρια άρθρα που φέρουν την υπογραφή «Αιτωλικά Γράμματα», ενώ κρατά και τη στήλη της αλληλογραφίας. Ανάδοχος της ονομασίας των «Αιτωλικών Γραμμάτων» είναι ο ίδιος ο εκδότης του, ο Μάρκος Γκιόλιας.

Αρχική του επιθυμία -σύμφωνα με την προφορική μαρτυρία του ιδίου- είναι να ονομάσει το περιοδικό «Ρουμελιώτικα Γράμματα», αλλά ο τίτλος είχε ήδη χρησιμοποιηθεί[3]. Διατηρεί, λοιπόν, ένα μέρος του τίτλου, το ουσιαστικό «Γράμματα», προσθέτοντας το προσδιοριστικό επίθετο «Αιτωλικά». Ο όρος παραπέμπει στο ομοσπονδιακό κράτος – πολιτεία, την «Αιτωλική Συμπολιτεία», που υπήρξε γέννημα και βίωμα των Αιτωλών, καθώς και πρότυπο αρκετών σύγχρονων κρατών. Η χρήση των υποτίτλων «Πανρουμελιώτικη πνευματική έκδοση» και «Ρουμελιώτικη πνευματική έκδοση» δεν συνιστά αντίφαση με το προσδιοριστικό επίθετο «Αιτωλικά», που αναφέρεται σε συγκεκριμένη περιοχή. Απλώς ο τίτλος αποκτά σημασία συμβολική, καθόσον με βάση τα ιδεώδη του αιτωλικού χώρου («αμφικτιονική λατρεία, ειρηνιστική αγωνιστική προδιάθεση και το πνεύμα της Αιτωλικής Συμπολιτείας») -χώρος που «γίνεται αντιπροσωπευτικός πνευματικός Ελλαδικός χώρος»- θα επιτευχθεί η προαγωγή της Ρούμελης και «εν γένει ένα καθολικότερο πνευματικό πανελλαδικό κίνημα» (τχ. 1, 1-2). Το περιοδικό, σύμφωνα με τον υπότιτλο αλλά και την προγραμματική διακήρυξη, μπορεί να ξεκινά ως μια τοπική έκδοση, αλλά δεν περιχαρακώνεται σε στενά ασφυκτικά τοπικά πλαίσια. Η αντίληψη που διατρέχει τις σελίδες του είναι ότι κάθε περιοχή οφείλει να προβάλει τα ιδιαίτερα τοπικά χαρακτηριστικά της, τα οποία θα αποτελέσουν τις ψηφίδες για την σύνθεση του Ελληνικού πολιτισμού και η Ρούμελη είναι από τα «γερότερα κλωνάρια του δέντρου της Ελλάδος».

Τα «Αιτωλικά Γράμματα» ξεκινούν με ευοίωνες προοπτικές. Ο εκδότης τους κατορθώνει να συγκεντρώσει γύρω του μια πλειάδα εκλεκτών και καταξιωμένων λογοτεχνών της εποχής, κατά βάση Ρουμελιωτών, χωρίς να αποκλείονται και μορφές των Γραμμάτων από τον ευρύτερο ελλαδικό χώρο, ο συνολικός αριθμός των οποίων αγγίζει τους ογδόντα (80). Παράλληλα η γυναικεία συμμετοχή και οι συνεργασίες νέων, είτε ηλικιακά είτε νεοεμφανιζόμενων, αποτελεί την καλύτερη εγγύηση για το μέλλον ετούτης της «πνευματικής κυψέλης». Δειγματοληπτικά αναφέρουμε ονόματα συγγραφέων που λαμπρύνουν με το κύρος και το πνευματικό τους εύρος τις σελίδες του περιοδικού, όπως οι: Σπύρος Ασδραχάς, Γιώργος Βαλέτας, Γιάννης Κορδάτος, Γιάννης Νεγρεπόντης, Κωστούλα Μητροπούλου, Λιλίκα Νάκου, Γ. Μ. Πολιτάρχης, Κ. Δ. Αβραάμ, Γιώργος Χαλατσάς, Μιχάλης Σταφυλάς, Πάνος Ι. Βασιλείου, Κ. Σ. Κώνστας, Δημήτρης Γιάκος, Δημήτρης Σταμέλος, Δημήτρης Σιατόπουλος. Ποιήματα δημοσιεύουν οι: Φώτος Γιοφύλλης, Ανδρέας Καραντώνης, Βασίλης Λιάσκας, Χρήστος Κουλούρης, Γιώργος Τσουκαλάς, Γεράσιμος Κασόλας, Λεία Χατζοπούλου-Καραβία, Θωμάς Γκόρπας, Θανάσης Παπαθανασόπουλος, Αγγελική Παυλοπούλου, Νίκος Αντωνάτος, Θόδωρος Πολιτόπουλος, Στέλιος Σκαρλίγκος και Πάνος Χατζόπουλος. Τα εικαστικά έργα, που κοσμούν τα εξώφυλλα, υπογράφονται από τους: Σπύρο Βασιλείου, Βάσω (Κατράκη), Γεράσιμο Γρηγόρη, Χρήστο Καπράλο και Αλέκο Κοντόπουλο.

Το περιοδικό, καθ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του, τυπώνεται στην Αθήνα στο τυπογραφείο του Γ. Μ. Πολιτάρχη -με βάση, τα βιβλιογραφικά στοιχεία και τη συνοδευτική προφορική μαρτυρία τού εκδότη του Μάρκου Γκιόλια. Τα Γραφεία, όπου αποστέλλονται οι επιστολές και τα εμβάσματα, στεγάζονται, αρχικά, στην πλατεία Σουλίου, όπου το εστιατόριο του πατέρα τού συγγραφέα και αργότερα στην διεύθυνση Δήμου Τσελίου 18, στο Αγρίνιο, όπου είναι το σπίτι του Μάρκου Γκιόλια.

Ο πρώτος πυρήνας οικονομικής στήριξης των «Αιτωλικών Γραμμάτων», πριν ακόμη αυτά εκδοθούν, είναι βασικά τα μέλη του Φιλολογικού Ομίλου «Κώστας Χατζόπουλος». Ισχυρός, επιπλέον, οικονομικός συμπαραστάτης ο καπνοβιομήχανος Τάσος Παπαστράτος, με μοναδική συμφωνία τη σταθερή διαφήμιση των τσιγάρων «Παπαστράτος», στο οπισθόφυλλο των τευχών. Τα οικονομικά του περιοδικού ενισχύουν επίσης και οι συνδρομητές του εντός του νομού, στην ευρύτερη περιοχή της Ρούμελης, στην Αθήνα και γενικότερα στον Ελλαδικό χώρο.

Ως προς τη δομή των περιεχομένων του κάθε τεύχους έχουμε να παρατηρήσουμε τα εξής: προτάσσεται το κύριο άρθρο και ακολουθούν ποικίλες συνεργασίες: μελέτες-δοκίμια και άρθρα με ιστορικό, λαογραφικό, αρχαιολογικό, λογοτεχνικό ενδιαφέρον, τοπογραφικές σελίδες, πεζά αφηγηματικά κείμενα, ποιήματα, χωρίς συγκεκριμένη διάταξη. Τις τελευταίες σελίδες καταλαμβάνουν η στήλη «Κριτική του βιβλίου» και η «Παρακολούθηση της επικαιρότητας» με θέματα σχετικά με την πνευματική και την πολιτιστική κίνηση του γεωγραφικού διαμερίσματος της Ρούμελης. Με τη συμπλήρωση ενός έτους και την ολοκλήρωση του 1ου τόμου (τχ. 1-6) υπάρχει ένθετο όπου καταγράφονται τα «Περιεχόμενα», καταταγμένα ειδολογικά.

Στη συνέχεια θα κατηγοριοποιήσουμε, με βάση τη θεματική, τις ποικίλες συνεργασίες, τα λογοτεχνικά κείμενα: ποιήματα και πεζά αφηγηματικά, καθώς και τις μελέτες-δοκίμια και άρθρα, προκειμένου να προβούμε σε μια γενική αποτίμηση. Μια τέτοια ενιαία διερεύνηση και προσπάθεια κωδικοποίησης ενέχει, βέβαια, τον κίνδυνο των σχηματοποιήσεων και απλουστεύσεων, παρά ταύτα καθίσταται αναγκαία για να διαφανεί η φυσιογνωμία των «Αιτωλικών Γραμμάτων».

Τα ποιητικά και πεζά αφηγηματικά κείμενα κατέχουν μια αξιόλογη θέση στα «Αιτωλικά Γράμματα». Τα ποιήματα μάλιστα προσανατολίζονται στο χώρο των νέων εκφραστικών αναζητήσεων, αφού ο ελεύθερος στίχος και το μέτρο κυριαρχούν μορφικά, ενώ η παραδοσιακή τεχνοτροπία είναι σχεδόν απούσα. Αξιοποιείται το βιωματικό υλικό που αποφέρουν τα μετεμφυλιακά χρόνια. Εποχές εξάρσεων και ηρωισμού με τη συμμετοχή στην Εθνική Αντίσταση, αλλά και τραγική διάψευση των ελπίδων και προσδοκιών μιας προδομένης γενιάς. Μέσα, όμως, από τα αδιέξοδα της εποχής διαγράφεται το θαμπό όραμα ενός καλύτερου κόσμου με την ασίγαστη λαχτάρα της νιότης για αγώνα, συνεργασία και συλλογικότητα, για Ειρήνη, Λευτεριά και αδερφοσύνη των λαών όλου του κόσμου.

Υλικό δίνουν κάποιες φιλοσοφικές προεκτάσεις και υπαρξιακές αναζητήσεις καθώς και μια πληθώρα κοινωνικών προβλημάτων που είναι απαύγασμα προβληματισμών και ανησυχιών σκεπτόμενων ανθρώπων. Με διεισδυτική ματιά ηθογραφούνται η μοναξιά, η μιζέρια, η φτώχεια, οι συμβατικότητες του στενού κοινωνικού περιβάλλοντος, η δοκιμασία των διαπροσωπικών και διαφυλικών σχέσεων, η εκμετάλλευση στον εργασιακό χώρο, η μετανάστευση στις πόλεις και στο εξωτερικό και άλλα πανανθρώπινα μηνύματα

Ένας πόλος γύρω από τον οποίο περιστρέφονται κάποιες λογοτεχνικές συνεργασίες είναι η επαρχία, έτσι όπως παρουσιάζεται με τη διπλή αντιθετική της σκιαγράφηση, μέσα από την ομορφιά της καθημερινότητας, την ανόθευτη, ειδυλλιακή ζωή και την εξιδανικευμένη μορφή της, αλλά και μέσα από την πληκτική, αφόρητη και μίζερη ζωή της που αποδιώχνει τους ανθρώπους της.

Στα νεορομαντικά και νεοσυμβολιστικά κείμενα αποκρυσταλλώνεται κυρίαρχο το συναίσθημα της μελαγχολίας, της τρυφερότητας, της θλίψης, το ερωτικό στοιχείο, η περιγραφή του φυσικού τοπίου.

Στο περιοδικό καταχωρούνται και δύο ανέκδοτα γράμματα του Δημήτρη Γληνού στον Αλέξανδρο Δελμούζο, σε ανακοίνωση και σχόλια του Μάρκου Γκιόλια, που έγιναν δεκτά με ιδιαίτερα θετικά σχόλια από την κριτική.

Στην ύλη των «Αιτωλικών Γραμμάτων» οι ιστορικές μελέτες υπερτερούν έναντι των λαογραφικών, φιλολογικών-λογοτεχνικών και αισθητικών. Υπάρχουν κείμενα αυστηρά τεκμηριωμένα με πλούσια και εξαντλητική βιβλιογραφία, που απευθύνονται στον ειδικό επιστήμονα, στον απαιτητικό και προηγμένο πνευματικά αναγνώστη και άλλα εκλαϊκευμένα, χωρίς, βέβαια, η απλούστευση αυτή να ζημιώνει τον επιστημονικό χαρακτήρα, τα οποία έχουν ως αποδέκτη το ευρύ κοινό.

Οι ιστορικές μελέτες αποσκοπούν στο να αναδείξουν την ιδιαίτερη φυσιογνωμία της περιοχής και την προσφορά της στο ιστορικό γίγνεσθαι. Τη σκέψη των συγγραφέων απασχολεί ο μεγάλος εθνικός Ξεσηκωμός του 1821 και παραχωρούν κείμενά τους που επικεντρώνονται στα προεπαναστατικά και επαναστατικά χρόνια. Τα λαογραφικά κείμενα από τη μια μεριά ξεχωρίζουν για τη συγκίνηση που μεταδίδουν μέσα από την αναδρομή στο παρελθόν που πάει να σβήσει και από την άλλη καταγράφουν τη φιλότιμη προσπάθεια να διατηρηθεί στη μνήμη και να διαφυλαχθεί η παράδοση του έθνους. Στις φιλολογικές-λογοτεχνικές μελέτες εντάσσεται η προσπάθεια για τη συγκέντρωση, καταγραφή και διάσωση των αιτωλικών και ρουμελιώτικων κειμένων, προκειμένου να μη χαθούν στον «καιάδα» του λογιωτατισμού. Παρουσιάζονται, επίσης, μορφές που κοσμούν το ρουμελιώτικο πνευματικό στερέωμα και τέλος καλούνται σε πνευματική σταυροφορία όλοι οι διανοούμενοι ώστε να γίνουν σημαιοφόροι για την εδραίωση της δημοτικής. Από τις αισθητικές μελέτες ξεχωρίζουμε το κείμενο του εικαστικού Αλέκου Κοντόπουλου όπου καταδικάζει τις παρεκκλίσεις της αφηρημένης τέχνης.

Έκδηλο το ενδιαφέρον των «Αιτωλικών Γραμμάτων» για τη στήλη «Κριτικής του Βιβλίου». Πλούσια η συγκομιδή των ποικίλων κρινομένων έργων τα οποία καταγράφονται αναλυτικά στον «Πίνακα Περιεχομένων» κάθε τεύχους και κατατάσσονται ειδολογικά στον «Γενικό Πίνακα» του πρώτου τόμου. Την στήλη επιφορτίζεται, σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα, ο εκδότης τους Μάρκος Γκιόλιας, ο οποίος ασκεί την κριτική με συνέπεια και με απόλυτη συναίσθηση του ρόλου και της ευθύνης του. Ο Μάρκος Γκιόλιας, παρά το νεαρόν της ηλικίας του, γνωρίζει να αρθρώνει άρτιο, ουσιαστικό και εύστοχο κριτικό λόγο, που διαθέτει εμβέλεια, εξακτινώνεται σε έντυπα της εποχής και έχει μια ευρύτερη αποδοχή. Οι κριτικές του είναι διεισδυτικές και εμπεριστατωμένες, δεν στερούνται παρρησίας και ευθυκρισίας, ενώ ο ίδιος διατηρεί τις λεπτές ισορροπίες και τηρεί το χρυσό μέτρο της κριτικής. Μπορεί από τη μια να προβάλλει με σεμνότητα και ευπρέπεια την προσφορά του κρινόμενου βιβλίου, χωρίς τους «λιβανωτούς» και την «επαινολογία» των κριτικών. Από την άλλη, όμως, επισημαίνει τις όποιες ελλείψεις, αδυναμίες και ατοπήματα, μακράν οποιασδήποτε αποδοκιμασίας και επικριτικού τόνου και διατυπώνει παράλληλα προτάσεις βελτίωσης ως στοιχεία θετικής αντιπροσφοράς.

Η στήλη «Η παρακολούθηση της επικαιρότητας», που καταλαμβάνει τις τελευταίες σελίδες του κάθε τεύχους του περιοδικού και συντάσσεται σύμφωνα με τη μαρτυρία του Μάρκου Γκιόλια από τον ίδιο, καθρεφτίζει με αδιάπτωτο ενδιαφέρον την επικαιρότητα. Περιλαμβάνει εκτενή ή σύντομα σχόλια που αφορούν πρωτίστως την πνευματική - πολιτιστική ζωή, την κοινωνική, οικονομική και εκπαιδευτική κίνηση, όλου του γεωγραφικού διαμερίσματος της Ρούμελης. Συνεπώς η αποθησαύριση των ποικίλων θεμάτων θα αποτελέσει πολύτιμο υλικό για τον ερευνητή του μέλλοντος προκειμένου να συνθέτει το πνευματικό οδοιπορικό της Ρούμελης. Παράλληλα, όμως, άπτεται και θεμάτων πανελλαδικού ενδιαφέροντος. Τα «Αιτωλικά Γράμματα» έχουν επίγνωση όλων των προβλημάτων της εποχής τους και προσπαθούν όχι απλώς να τα φωτογραφήσουν, αλλά διατυπώνουν θέσεις-προτάσεις. Καταδικάζουν τα «κακώς κείμενα» με τόλμη, παρρησία και ασίγαστη μαχητικότητα, ασυνήθη για επαρχιακά περιοδικά και για το γενικότερο αντιπνευματικό κλίμα της περιοχής. Διαπιστώνουμε, δηλαδή, ότι πρόκειται για σχολιογραφία που την χαρακτηρίζει ένας «φωτισμένος συγχρονισμός», με την έννοια ότι ανταποκρίνεται πλήρως στον πρωταγωνιστικό ρόλο που ευαγγελίζεται το ίδιο το περιοδικό, από την προγραμματική του ήδη διακήρυξη, να εργαστεί για μια «θαρραλέα ανασυγκρότηση των πνευματικών δυνάμεων».

Τα «Αιτωλικά Γράμματα» γράφουν τη δική τους «ιστορία» στις αρχές της δεκαετίας του ’60. Ο εκδότης τους, ο Μάρκος Γκιόλιας, δοκιμάζει τη χαρά, την ικανοποίηση και την ανταμοιβή για το «πνευματικό τέκνο» του. Η απανταχού κριτική σκέψη δεξιώνεται ενθουσιαστικά και ολόθερμα το περιοδικό, μέσα από τις έγκυρες υπογραφές της ελληνικής διανόησης, όπως του Τάσου Βουρνά, Τάκη Δόξα, Γ. Μ. Πολιτάρχη, Δημήτρη Γιάκου, Δημοσθένη Κόκκινου, Θεόδωρο Σταυρόπουλου, αλλά παράλληλα και οι επιστολές[4] που δέχεται ο Μ. Γκιόλιας αποτελούν την καλύτερη περγαμηνή. Η απήχηση των «Αιτωλικών Γραμμάτων» είναι ευρύτερη στην ελληνική διανόηση γιατί φέρνουν έναν αέρα πνευματικής ανανέωσης, μολονότι ο εκδότης τους, ο Μάρκος Γκιόλιας, είναι ακόμη πολύ νέος. Ο αθηναϊκός τύπος της εποχής χαιρετίζει με πολλά και ενδιαφέροντα σχόλια ή άρθρα την εμφάνιση του νέου περιοδικού και παρακολουθεί την πορεία του.

Η δημιουργία, όμως, μιας εκπολιτιστικής κίνησης στο Αγρίνιο έχει κόστος για τον ανήσυχο νεαρό, ο οποίος γεύεται συνάμα και πολλές πικρίες και απογοητεύσεις. Στους «παράφωνους διαλαλητές της παρακμής», οι οποίοι είτε «ησυχάζουν μπροστά στη φλεγόμενη πραγματικότητα» είτε αντιδρούν ενεργά, «ως φανεροί στυλοβάτες μιας αντιπνευματικής και αντιπροοδευτικής τακτικής», όπως πολύ εύστοχα καταγράφει ο ίδιος ο εκδότης σε κύριο άρθρο του τρίτου τεύχους, έρχεται να προστεθεί και μία ακόμη, λίγο μετά την έκδοση τον Αύγουστο του 1960. Αφορά την ποινική δίωξη κατά των «Αιτωλικών Γραμμάτων» που συνεπάγεται ποινική δίωξη του εκδότη τους Μάρκου Γκιόλια** για παράβαση του άρθρου 29 του Γ΄ ψηφίσματος της 18ης Ιουνίου 1949. Η περιπέτεια αυτή δεν κάμπτει τον Μάρκο Γκιόλια ο οποίος, μεταβαίνοντας στην Αθήνα, εξασφαλίζει την άδεια κυκλοφορίας του περιοδικού του και με αυτήν στο χέρι παρουσιάζεται στον τότε ανακριτή Αγρινίου, Χρήστο Σαρτζετάκη (κατοπινό πρόεδρο της Ελληνικής Δημοκρατίας), οπότε εκδίδεται «Απαλλακτικό βούλευμα για τα ‘‘Αιτωλικά Γράμματα’’ και τον εκδότη τους». Με συγκίνηση μάλιστα και με ευγνωμοσύνη αναθυμάται ο ίδιος την εμψυχωτική συμπαράσταση των μελών του Φιλολογικού Ομίλου «Κώστας Χατζόπουλος» και άλλων συμπολιτών Αγρινιωτών στην προσωπική του περιπέτεια.

Τα «Αιτωλικά Γράμματα» φτάνουν στο «τέλος» τους, όταν ο Μ. Γκιόλιας φεύγει από το Αγρίνιο και εγκαθίσταται μονίμως στην Αθήνα. Εκεί γνωρίζεται με έναν κύκλο διανοουμένων της Αριστεράς και συγκεκριμένα με τον μετέπειτα καθηγητή της Φιλοσοφικής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων Ευτύχη Μπιτσάκη[5]. Και οι δύο αποφασίζουν να χρησιμοποιηθεί η άδεια των «Αιτωλικών Γραμμάτων» για την κυκλοφορία ενός άλλου περιοδικού με τίτλο «Σύγχρονα Θέματα». Έτσι τα «Αιτωλικά Γράμματα» μετονομάζονται σε «Σύγχρονα Θέματα», έχουν άλλη συνέχεια και τραβούν διαφορετική πορεία. Υπεύθυνος συντάκτης του νέου περιοδικού είναι ο Μάρκος Γκιόλιας[6].

Τα «Αιτωλικά Γράμματα» αποτέλεσαν πράγματι τομή και σταθμό στην πνευματική ζωή και εκπολιτιστική ιστορία της περιόδου και της περιοχής. Διαμόρφωσαν όλες τις βασικές προϋποθέσεις για ένα γόνιμο πνευματικό μέλλον, που ήταν ζωτική ανάγκη για την περιοχή. Σήμαναν το σάλπισμα για το καινούργιο πνευματικό ξεκίνημα του Αγρινίου και της Ρούμελης. Ήταν ένα πρωτοπόρο κίνημα ανανέωσης και αναγέννησης της ελληνικής και μάλιστα ρουμελιώτικης επαρχίας, ένας άθλος για την εκπροσώπηση και ανάπτυξη της ρουμελιώτικης σκέψης, όχι μόνο Πανρουμελιώτικης αλλά και Πανελλαδικής. Τα «Αιτωλικά Γράμματα» ήταν το δυναμικό πνευματικό ξεκίνημα και «ξύπνημα», το φωτεινό εκπολιτιστικό μήνυμα στην υπηρεσία των νέων πνευματικών ρευμάτων.

Η κοινωνία γεννά πάντα τους πρωτοπόρους που αγωνίζονται «να ξεκολλήσουν τον ήλιο από τη λάσπη». Ένας τέτοιος υπήρξε και ο Μάρκος Γκιόλιας, που έγραψε την προσωπική του ιστορία στο Αγρίνιο τη δεκαετία του 1960. Η πόλη, το Αγρίνιο, δικαιούται να υπερηφανεύεται και να καμαρώνει, γιατί τον έθρεψε και τον γαλούχησε. Και ο ίδιος ο Μάρκος Γκιόλιας αναγνωρίζει το Αγρίνιο ως αφετηρία της πνευματικής του πορείας.

* Η Μεταξούλα Μανικάρου είναι Διδάκτωρ Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου