Τη Μ. Παρασκευή και του Λαζάρου, είχαμε έθιμο στο χωριό μας, το μοιρολόγι. Αλλά και στα γειτονικά χωριά μας, Αλέστια ,Ηρκίστα, Αγαλιανό, Χούνη, Ψηλόβραχο, Αγία Τριάδα, το ίδιο έθιμο επικρατούσε.
Εμείς δεν λέγαμε κάλαντα στις γιορτές των Χριστουγέννων και εφόσον δεν λέγανε και οι παλαιότεροι, δεν τα γνωρίζαμε. Τότε δεν υπήρχε ούτε ραδιόφωνο και όπως ήταν κλειστές και απομονωμένες κοινωνίες , δύσκολα άλλαζαν οι συνήθειες και τα έθιμα. Ένας δάσκαλος προσπάθησε στ’ Αλέστια να καθιερώσει τα κάλαντα των Χριστουγέννων,
(αν θυμάμαι καλά ο Λατσούδας) και για πρώτη φορά στολίσαμε και δέντρο στο σχολείο.
Είχε φέρει χριστουγεννιάτικα στολίδια και είχαμε εντυπωσιαστεί με το στολισμένο ελατάκι. Απ΄ όσο θυμάμαι είπαν τα παιδιά στ’Αλέστια εκείνη τη χρονιά τα κάλαντα, αλλά δεν υπήρχε συνέχεια.
Ίσως οι καιρικές συνθήκες να έπαιξαν ρόλο στη μη επικράτηση του εθίμου γενικότερα, αφού τα χιόνια παλιότερα ξεκίναγαν του Αγίου Νικολάου και πολλές φορές και μέχρι το Λαμπρή μας συντρόφευαν με ελάχιστα διαλείμματα. Έπεφτε δε αρκετό, πολλές φορές και πάνω από 2 μέτρα.
Τα ορεινά χωριά μας διαμόρφωσαν το δικό τους έθιμο, όπως και πολλά άλλα έθιμα των χωριών μας διαφέρουν από άλλες περιοχές της Ερυτανίας.
Του Λαζάρου στολίζαμε ένα καλάθι με διάφορα λουλούδια και λέγαμε ‘’ το Λάζαρο’’ .
Τη μεγάλη Παρασκευή τυλίγαμε το καλάθι με ένα μαύρο πανί και τοποθετούσαμε επάνω ένα αυτοσχέδιο ξύλινο σταυρό . Πάντα ήμασταν δύο παιδιά και μας αποκαλούσαν «Λαζαρούδια».
Όταν το πρόγραμμα περιλάμβανε ""να τα πούμε"" και σε κάποιο γειτονικό χωριό ( συνήθως λόγω των μεγάλων αποστάσεων περιοριζόμαστε σε ένα από τα άλλα χωριά), έπρεπε να φύγουμε νωρίς το πρωί ( μπουνώρα ) για να επιστρέψουμε στο χωριό μας, να τα πούμε κι εκεί.
Θυμάμαι να τα λέμε εκτός από τη Φτελιά, στην Τσέρκο, στα Μυλωνε’ί’κα ,στην Ηρκίστα, στον Αγαλιανό και στ ‘ Αλέστια.
Η φτώχια δεν επέτρεπε στους κατοίκους να δίνουν χρήματα και κυρίως έδιναν αυγά γι αυτό είχε επικρατήσει το στόλισμα του καλαθιού..
Πολλές φορές μας έδιναν από μία κουταλιά ζάχαρη η και καρύδια , γιατί δεν υπήρχαν αυγά η χρήματα. Τα χρήματα που μαζεύαμε ήταν λίγα.
Δεν τα λέγαμε παραμονή , του Λαζάρου και της Μ. Παρασκευής, αλλά αυθημερόν.
Η Μ. Παρασκευή ήταν πένθιμη μέρα, και το μοιρολόγι που λέγαμε ήταν:
« Σήμερα μαύρος ουρανός σήμερα μαύρη μέρα.
Σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται,
σήμερα βάλανε βουλή οι άνομοι Οβραίοι,
για να σταυρώσουν το Χριστό των πάντων Βασιλέα.
Κι ο Κύριος ηθέλησε να μπει σε περιβόλι
Να λάβει Δείπνο Μυστικό να τον συλλάβουν όλοι.
Και η Παναγία η Δέσποινα καθόταν μοναχή της
Τας προσευχάς της έκανε για το μονογενή της
Φωνή της ήρθε εξ ουρανού κι απ’ Αρχαγγέλου στόμα.
Πάψε κυράμ’ τις προσευχές, πάψε και τις μετάνοιες
Το γιο σου τον επιάσανε και στον χαλκιά τον πάνε
Και στου Πιλάτου την αυλή εκεί τον τυραννάνε.
Χαλκιά, χαλκιά φκιάξε καρφιά φκιάξε τρία περόνια
Κι εκείνος ο παράνομος βαρεί και φκιάνει πέντε
Εσύ χαλκιά που τα φκιαξες πρέπει να μας διατάξεις.
Βάλτε τα δυο στα πόδια Του, τ’ άλλα τα δυο στα χέρια
Το πέμπτο το φαρμακερό μπήξτε το στην καρδιά Του
Να τρέξει αίμα και νερό να λιγωθεί η καρδιά Του.
Η Παναγία σαν τ’ άκουσε έπεσε και λιγώθη.
Σταμνί νερό της ρίξανε τρία κανάτια μούσχο.
για να της έρθει ο λογισμός, για να της έρθει ο νους Της.
Όταν της ήρθε ο λογισμός όταν της ήρθε ο νούς Της.
Ζητά μαχαίρι να σφαγεί φωτιά να πάει να πέσει.
Ζητά γκρεμό να γκρεμιστεί για το μονογενή Της
.Η Μάρθα κι Μαγδαληνή και του Ιακώβ η μάνα.
Και του Λαζάρου η αδελφή και οι τέσσερις αντάμα.
Πήραν ένα στρατί – στρατί – στρατί το μονοπάτι.
Το μονοπάτι τσ’ έβγαλε εις του ληστού την πόρτα.
Άνοιξε πόρτα του ληστή και πόρτα του Πιλάτου.
Κι η πόρτα από το φόβο της ανοίγει μοναχή της.
Κοιτά δεξιά κοιτά ζερβά κανέναν δεν γνωρίζει
Κοιτά και δεξιότερα βλέπει τον Αι – Γιάννη.
Αφέντη Αι – Γιάννη Πρόδρομε και βαφτιστή του γιού μου.
Μην είδες τόνι γιόκα μου και συ το διδάσκαλό σου;
Δεν έχω στόμα να σου πω, γλώσσα να σου μιλήσω.
Δεν έχω χειροπάλαμο για να σου τονε δείξω.
Βλέπεις εκείνο το γυμνό τον παραπονεμένο.Όπου φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο.
Όπου φορεί στην κεφαλή αγκάθινο στεφάνι. Εκείνοςείναι ο γιόκας σου και εμένα ο διδάσκαλός μου.
Η Παναγιά πλησίασε γλυκά τον ερωτάει.Δε μου μιλάς παιδάκι μου δε μου μιλάς παιδί μου.
Τι να σου πω μανούλα μου τι να σου μολογήσω
Το Μέγα Σάββατo αργά μετά το μεσονύχτι
που θα λαλήσει ο πετεινός και θα κτυπούν καμπάνες
Tότε και εσύ μανούλα μου θα έχεις χαρές μεγάλες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου